βατραχοβότανο

βατραχοβότανο
και βατραχόχορτο, το
το φυτό βατράχιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… …   Dictionary of Greek

  • ρόγκολο — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού ρανούγκουλος, αλλ. βατραχοβότανο, αγριονεραγκούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ranunculus] …   Dictionary of Greek

  • σφουρδάκλα — και σφουρδακύλα, η, Ν βοτ. κοινή ονομασία πολλών ειδών τού γένους φυτών ρανούγκουλος, αλλ. βατραχοβότανο, ζοχαδόχορτο κ.α. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονομασίες τού φυτού διαλ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”